- σισμανόγλειος
- -α, -ο, Ν [Σισμανόγλου]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σισμάνογλου2. φρ. «Σισμανόγλειο Νοσηλευτικό Ίδρυμα» — μεγάλο νοσηλευτικό συγκρότημα στα βόρεια προάστια τής Αθήνας, που ιδρύθηκε το 1935 με δωρεά τών αδελφών Κωνσταντίνου και Αθανασίου Σισμάνογλου.
Dictionary of Greek. 2013.